- τηγανίτα
- ηπρόχειρο γλύκισμα με χυλό από αλεύρι που ψήνεται σε καυτό λάδι στο τηγάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηγανίτα — η, Ν γλύκισμα από χυλό αλευριού, τηγανισμένο σε καφτό λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηγανίτης, με αλλαγή γένους κατά το πίτα] … Dictionary of Greek
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
εγκρίς — ἐγκρίς ( ίδος), η (Α) γλύκισμα με λάδι και μέλι, τηγανίτα … Dictionary of Greek
λαλάγγι — λαλάγγι, τὸ (Μ, Α λαλάγγιον) λαλάγγη, λαλαγγίτα, τηγανίτα … Dictionary of Greek
λαλαγγίτα — και λαλαγγίδα και λαγγίτα, η (Μ λαλαγγίτα) είδος γλυκίσματος που μοιάζει με τηγανίτα και λουκουμά … Dictionary of Greek
μεζεδάκι — το 1. μικρός πρόχειρος μεζές 2. στον πληθ. τα μεζεδάκια εντόσθια αρνιού μαγειρεμένα ή τηγανιτά … Dictionary of Greek
ταγηνίας — ὁ, ΜΑ τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον + κατάλ. ίας (πρβλ. οβελ ίας)] … Dictionary of Greek
τηγανίτης — ο, ΝΑ, και ταγηνίτης Α η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον / τάγηνον + κατάλ. ίτης (πρβλ. ζυμ ίτης, πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek
τηγανητός — ή, ό, Ν, και μόνον ο τ. ουδ. τηγανητόν, τὸ, Α τηγανισμένος, τηγανιστός, παρασκευασμένος σε τηγάνι με καφτό λάδι ή λίπος («τηγανητές πατάτες») αρχ. (το ουδ.) τὸ τηγανητόν η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. τηγανητόν < τήγανον + κατάλ. η τόν, ουδ.… … Dictionary of Greek